- παλούκωμα
- το [παλουκώνω]1. τρύπημα ενός σώματος με παλούκι, ανασκολοπισμός, σούβλισμα2. μτφ. α) συνουσίαβ) στάση ακινησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασκολόπιση — η (Α ἀνασκολόπισις) παλούκωμα … Dictionary of Greek
σκολοπισμός — ὁ, ΝΜΑ [σκολοπίζω] η ενέργεια τού σκολοπίζω, ανασκολοπισμός, παλούκωμα … Dictionary of Greek
σούβλισμα — και σούγλιασμα, το, Ν [σουβλίζω / σουγλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα τού αρνιού») 2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα … Dictionary of Greek
Διάκος, Αθανάσιος — (Μουσουνίτσα Παρνασσίδας 1786; – Λαμία 1821).Αγωνιστής και μάρτυρας του 1821. Παρότι ανήκε στην αρματολική οικογένεια των Γραμματικών –ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός ήταν γνωστός καπετάνιος– οι γονείς του τον προόριζαν για το ιερατικό στάδιο … Dictionary of Greek
ανασκολοπισμός — ανασκολοπισμός, ο και ανασκολόπιση, η το παλούκωμα: Στα παλιά τα χρόνια ο ανασκολοπισμός ήταν τρόπος θανάτωσης καταδικασμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλουκώνω — παλούκωσα, παλουκώθηκα, παλουκωμένος 1. περνώ στο σώμα κάποιου παλούκι, σουβλίζω, ανασκολοπίζω: Τον Αθανάσιο Διάκο τον παλούκωσαν. 2. παθ., παλουκώνομαι μτφ., κάθομαι ακίνητος: Παλουκωθείτε επιτέλους, δηλ. καθίστε και μην κινείστε. Ουσ. παλούκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)